Κριτόβουλος

Κριτόβουλος
Κριτόβουλος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κριτόβουλος, Μιχαήλ — (15ος αι.). Βυζαντινός ιστορικός της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης. Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του, ενώ είναι γνωστό ότι καταγόταν από την Ίμβρο, όπου κατείχε κάποιο πολιτικό αξίωμα και σημαντική περιουσία. Ο ρόλος του κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • Критовул — (Κριτόβουλος) вместе с отцом своим Критоном принадлежал к кружку сократовых учеников …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κριτοβούλου — Κριτόβουλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κριτοβούλῳ — Κριτόβουλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κριτόβουλε — Κριτόβουλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κριτόβουλον — Κριτόβουλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Michael Critobulus — (Greek: Μιχαήλ Κριτοβούλος, c. 1410 – c. 1470) was a Greek politician, scholar and historian. He is known as the author of a history of the Ottoman conquest of the Eastern Roman Empire under Sultan Mehmet II. It is one of the principal Greek… …   Wikipedia

  • Crito of Alopece — For the Byzantine historian, see Michael Critobulus. Crito[1] of Alopece[2] was a faithful, probably lifelong companion of Socrates. The two had evidently grown up together as friends, being from the same deme and of roughly the same age (Plato,… …   Wikipedia

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”